- συνάρμοση
- η / συνάρμοσις, -όσεως, ΝΜΑ [συναρμόζω]η ενέργεια τού συναρμόζω, επακριβής και αρμονική σύνδεση επιμέρους τμημάτων σε ένα ενιαίο σύνολο, συναρμολόγησηνεοελλ.τεχνολ. η συναρμογήαρχ.μτφ. μουσ. εναρμόνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναρμόσῃ — συναρμόσηι , συνάρμοσις fitting together fem dat sg (epic) συναρμόζω aor subj mid 2nd sg συναρμόζω aor subj act 3rd sg συναρμόζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… … Dictionary of Greek
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek